- οδοντοτεχνική
- η протезирование зубов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδοντοτεχνικός — ή, ό [οδοντοτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία ή στον οδοντοτεχνίτη 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοτεχνική η τέχνη τής κατασκευής από ειδικό υλικό τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών, αλλ. οδοντοτεχνία … Dictionary of Greek
παλλάδιο — Χημικό στοιχείο της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων. Έχει ατομικό αριθμό 46, ατομικό βάρος 106,4, και 6 σταθερά ισότοπα. Το απομόνωσε ο Άγγλος χημικός και φυσικός Ουίλιαμ Χάιντ Γούλαστον (1766 1828), στις αρχές του 20ού… … Dictionary of Greek
πυρόχωμα — το, Ν ειδικό χώμα το οποίο χρησιμοποιείται στην οδοντοτεχνική, στη χρυσοχοΐα και, γενικά, στη βιομηχανία για την κατασκευή χυτών μεταλλικών σκελετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + χώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
οδοντοτεχνία — οδοντοτεχνία, η και οδοντοτεχνική, η η τέχνη της κατασκευής τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)